Κουμανούδης, Στέφανος

Κουμανούδης, Στέφανος
(Αδριανούπολη 1818 – Αθήνα 1899). Φιλόλογος, επιγραφικός και λεξικογράφος. Μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης η οικογένειά του κατέφυγε στο Βελιγράδι, όπου ο νεαρός Κ. παρακολούθησε τα στοιχειώδη και εγκύκλια μαθήματα. Αργότερα υπηρέτησε ως διερμηνέας κοντά στον θείο του, Γ. Καραμούζη, δήμαρχο και έμπορο στη Σιλίστρια, όπου έμαθε τη ρωσική γλώσσα. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Μόναχο, στο Βερολίνο και στο Παρίσι, κοντά στους τότε διάσημους φιλολόγους Τιρς, Βολφ και Μπεκχ. Το 1845 διορίστηκε υφηγητής και, τον επόμενο χρόνο, καθηγητής της λατινικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου παρέμεινε έως το 1887. Επίσης διετέλεσε γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας επί σειρά ετών (1859-95), διεξήγαγε συστηματικές ανασκαφές και συνέβαλε ιδιαίτερα στην ίδρυση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Επανεξέδωσε το Λατινικό λεξικό του Έρικ Ούλριχ, που παραμένει ακόμα το καλύτερο στο είδος του, και δημοσίευσε μια σπουδαία συλλογή επιγραφών με τον τίτλο Αττικής επιγραφαί επιτύμβιοι (1871). Κυρίως όμως διακρίθηκε ως λεξικογράφος. Εκτός από τη Συναγωγή των αθησαύριστων λέξεων εν τοις ελληνικοίς λεξικοίς (1883), ιδιαίτερα πολύτιμη για την ιστορία της νεοελληνικής παιδείας είναι η Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων (1900), όπου καταχωρούνται εξήντα χιλιάδες λέξεις. Στο γλωσσικό ζήτημα ακολούθησε μετριοπαθή στάση, πολέμησε όμως τον λογιοτατισμό και διακήρυξε το αδύνατο της επιστροφής στην αρχαία γλώσσα. Ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Δημοσίευσε μια σειρά σονέτων με τον τίτλο Σειρά σονέτων εις Βενετίαν και το επικό ποίημα Στράτης Καλοπίχειρος (1851).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • επιγραφική — Επιστημονικός κλάδος της ιστορίας και της αρχαιολογίας ο οποίος ασχολείται με τις αρχαίες και μεσαιωνικές επιγραφές που είναι γραμμένες, με διάφορους τρόπους, πάνω σε σκληρό υλικό (πέτρα, μάρμαρο, μέταλλο, πηλός κλπ.). Από τη γενική αυτή κατάταξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”